Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Στη χώρα μας ξανάνοιξε ο διάλογος σχετικά με τη σκοπιμότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων. Οι απόψεις σχετικά με τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την ίδρυσή τους διίστανται, ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι τα προβλήματα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας είναι μεγάλα. Στη συζήτηση που διεξάγεται είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα ότι: Σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από δημόσια πανεπιστήμια τα οποία έχουν μεγάλη ιστορική διαδρομή και στα οποία φοιτά επίσης η πλειοψηφία των Ελλήνων σπουδαστών που καταφεύγουν στην Ευρώπη. Το δημόσιο πανεπιστήμιο παραμένει ο βασικός πυλώνας της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει υποχρέωση για την Ελλάδα να καταργήσει την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, η χώρα μας δεν μπορεί εσαεί να απορρίπτει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων κοινοτικών πανεπιστημίων οι οποίοι απέκτησαν το δίπλωμά τους μετά από τμηματική φοίτηση σε «παραρτήματα» των πανεπιστημίων αυτών στην Ελλάδα. Για το θέμα αυτό εκκρεμεί προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη δημόσια και το εύρος της είναι μικρό. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει το επιτυχημένο μοντέλο των βορείων χωρών, όπου τα πανεπιστήμια, π.χ. στη Δανία και τη Φιλανδία, είναι μόνο κρατικά, χωρίς βεβαίως να απαγορεύεται η ίδρυση ιδιωτικών. Οι προτεινόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών ιδρυμάτων, εστιάζονται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πανεπιστημίων μέσω της εδραίωσης της αριστείας στην έρευνα και τη διδασκαλία, το άνοιγμα των πανεπιστημίων στην κοινωνία, την ενίσχυση της ελκυστικότητάς τους σε διεθνές επίπεδο, τη βελτίωση της διακυβέρνησής τους μέσω περισσότερης αυτονομίας, την αύξηση των δαπανών (από 1,1 σε 2% του ΑΕΠ), τη διαφοροποίηση - μέσω και ιδιωτικών πόρων - της χρηματοδότησής τους, τη σύνδεσή τους με την αγορά και την βιομηχανία και τη θέσπιση κοινών κριτηρίων αξιολόγησης. Εφόσον η χώρα μας επιθυμεί να συμπορευτεί με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, καθίσταται εμφανές ότι η ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μη συνοδεύεται με την πρόταξη μίας συνολικής αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης γενικότερα. Κανένα ενδιαφέρον και καμία σημαντική συζήτηση δεν διεξάγεται σήμερα στην Ευρώπη σχετικά με τη σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σαφώς η θεσμοθέτηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς την ταυτόχρονη αναβάθμιση του status των δημόσιων πανεπιστημίων, θα είναι ελλιπής και ατελέσφορη νομοθετική πράξη και ασφαλώς δεν θα αποτελεί μεταρρύθμιση. Το βαθύ αδιέξοδο της παιδείας μας δεν πρόκειται να λυθεί ούτε μέσω της παράλληλης λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων ούτε βεβαίως με την απαγόρευση ίδρυσης τους. Το Δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ανάγκη ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού του και της δυνατότητας χρήσης της ιδιωτικής χρηματοδότησης μέσω για παράδειγμα χορηγιών. Απαιτείται οικονομική, διοικητική και ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, να εξασφαλισθεί η διαρκής του εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση με κοινά ευρωπαϊκά κριτήρια, ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, διασύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά, επίτευξη διεθνών συνεργασιών, γενναία χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να επιτευχθούν χωρίς να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ο δωρεάν χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και οι προτάσεις που κατέθεσε ο Γ. Παπανδρέου έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Ανάλογοι πρέπει να είναι και οι στόχοι για τα μη κρατικά πανεπιστήμια με τη διαφορά ότι θα πρέπει να αποκλειστεί η δημόσια χρηματοδότησή τους. Στην Ιταλία, π.χ. λειτουργούν 80 δημόσια και 8 ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα 4 δε από τα 8 ανήκουν στην καθολική εκκλησία, και τα 8 επιδοτούνται από το κράτος. Εφόσον με την αναθεώρηση του άρθρου 16 επιτραπεί η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξαιρεθεί η δημόσια χρηματοδότησή τους, και να προβλεφθούν αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης από ανεξάρτητο φορέα εποπτευόμενο από το κράτος. Επιπροσθέτως, οι προϋποθέσεις για την αδειοδότηση τους θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και οικονομική διαφάνεια. Η λειτουργία των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν πρέπει να λειτουργήσει ως πρώτο βήμα για την αναγνώριση όλων των υπαρχόντων κερδοσκοπικών κολλεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας χωρίς να έχουν τα ακαδημαϊκά εχέγγυα. Στόχος είναι να αποκτήσουμε μη κρατικά πανεπιστήμια και όχι εταιρείες πώλησης ακαδημαϊκών τίτλων. Πέραν αυτών, το σημαντικότερο όλων είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο να παραμείνει στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων, καθώς μόνο αυτό μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη της παιδείας και τη μόρφωση των νέων, ανεξάρτητα από την οικονομική επιφάνεια του καθενός. Αν μη τι άλλο, μόνο η δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση εξασφαλίζει ισότητα ευκαιριών για όλους. Στη χώρα μας ξανάνοιξε ο διάλογος σχετικά με τη σκοπιμότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων. Οι απόψεις σχετικά με τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την ίδρυσή τους διίστανται, ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι τα προβλήματα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας είναι μεγάλα. Στη συζήτηση που διεξάγεται είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα ότι: Σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από δημόσια πανεπιστήμια τα οποία έχουν μεγάλη ιστορική διαδρομή και στα οποία φοιτά επίσης η πλειοψηφία των Ελλήνων σπουδαστών που καταφεύγουν στην Ευρώπη. Το δημόσιο πανεπιστήμιο παραμένει ο βασικός πυλώνας της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει υποχρέωση για την Ελλάδα να καταργήσει την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, η χώρα μας δεν μπορεί εσαεί να απορρίπτει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων κοινοτικών πανεπιστημίων οι οποίοι απέκτησαν το δίπλωμά τους μετά από τμηματική φοίτηση σε «παραρτήματα» των πανεπιστημίων αυτών στην Ελλάδα. Για το θέμα αυτό εκκρεμεί προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη δημόσια και το εύρος της είναι μικρό. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει το επιτυχημένο μοντέλο των βορείων χωρών, όπου τα πανεπιστήμια, π.χ. στη Δανία και τη Φιλανδία, είναι μόνο κρατικά, χωρίς βεβαίως να απαγορεύεται η ίδρυση ιδιωτικών. Οι προτεινόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών ιδρυμάτων, εστιάζονται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πανεπιστημίων μέσω της εδραίωσης της αριστείας στην έρευνα και τη διδασκαλία, το άνοιγμα των πανεπιστημίων στην κοινωνία, την ενίσχυση της ελκυστικότητάς τους σε διεθνές επίπεδο, τη βελτίωση της διακυβέρνησής τους μέσω περισσότερης αυτονομίας, την αύξηση των δαπανών (από 1,1 σε 2% του ΑΕΠ), τη διαφοροποίηση - μέσω και ιδιωτικών πόρων - της χρηματοδότησής τους, τη σύνδεσή τους με την αγορά και την βιομηχανία και τη θέσπιση κοινών κριτηρίων αξιολόγησης. Εφόσον η χώρα μας επιθυμεί να συμπορευτεί με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, καθίσταται εμφανές ότι η ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μη συνοδεύεται με την πρόταξη μίας συνολικής αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης γενικότερα. Κανένα ενδιαφέρον και καμία σημαντική συζήτηση δεν διεξάγεται σήμερα στην Ευρώπη σχετικά με τη σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σαφώς η θεσμοθέτηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς την ταυτόχρονη αναβάθμιση του status των δημόσιων πανεπιστημίων, θα είναι ελλιπής και ατελέσφορη νομοθετική πράξη και ασφαλώς δεν θα αποτελεί μεταρρύθμιση. Το βαθύ αδιέξοδο της παιδείας μας δεν πρόκειται να λυθεί ούτε μέσω της παράλληλης λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων ούτε βεβαίως με την απαγόρευση ίδρυσης τους. Το Δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ανάγκη ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού του και της δυνατότητας χρήσης της ιδιωτικής χρηματοδότησης μέσω για παράδειγμα χορηγιών. Απαιτείται οικονομική, διοικητική και ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, να εξασφαλισθεί η διαρκής του εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση με κοινά ευρωπαϊκά κριτήρια, ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, διασύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά, επίτευξη διεθνών συνεργασιών, γενναία χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να επιτευχθούν χωρίς να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ο δωρεάν χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και οι προτάσεις που κατέθεσε ο Γ. Παπανδρέου έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Ανάλογοι πρέπει να είναι και οι στόχοι για τα μη κρατικά πανεπιστήμια με τη διαφορά ότι θα πρέπει να αποκλειστεί η δημόσια χρηματοδότησή τους. Στην Ιταλία, π.χ. λειτουργούν 80 δημόσια και 8 ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα 4 δε από τα 8 ανήκουν στην καθολική εκκλησία, και τα 8 επιδοτούνται από το κράτος. Εφόσον με την αναθεώρηση του άρθρου 16 επιτραπεί η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξαιρεθεί η δημόσια χρηματοδότησή τους, και να προβλεφθούν αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης από ανεξάρτητο φορέα εποπτευόμενο από το κράτος. Επιπροσθέτως, οι προϋποθέσεις για την αδειοδότηση τους θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και οικονομική διαφάνεια. Η λειτουργία των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν πρέπει να λειτουργήσει ως πρώτο βήμα για την αναγνώριση όλων των υπαρχόντων κερδοσκοπικών κολλεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας χωρίς να έχουν τα ακαδημαϊκά εχέγγυα. Στόχος είναι να αποκτήσουμε μη κρατικά πανεπιστήμια και όχι εταιρείες πώλησης ακαδημαϊκών τίτλων. Πέραν αυτών, το σημαντικότερο όλων είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο να παραμείνει στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων, καθώς μόνο αυτό μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη της παιδείας και τη μόρφωση των νέων, ανεξάρτητα από την οικονομική επιφάνεια του καθενός. Αν μη τι άλλο, μόνο η δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση εξασφαλίζει ισότητα ευκαιριών για όλους. Στη χώρα μας ξανάνοιξε ο διάλογος σχετικά με τη σκοπιμότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων. Οι απόψεις σχετικά με τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την ίδρυσή τους διίστανται, ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι τα προβλήματα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα μας είναι μεγάλα. Στη συζήτηση που διεξάγεται είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα ότι: Σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από δημόσια πανεπιστήμια τα οποία έχουν μεγάλη ιστορική διαδρομή και στα οποία φοιτά επίσης η πλειοψηφία των Ελλήνων σπουδαστών που καταφεύγουν στην Ευρώπη. Το δημόσιο πανεπιστήμιο παραμένει ο βασικός πυλώνας της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει υποχρέωση για την Ελλάδα να καταργήσει την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, η χώρα μας δεν μπορεί εσαεί να απορρίπτει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων των αποφοίτων κοινοτικών πανεπιστημίων οι οποίοι απέκτησαν το δίπλωμά τους μετά από τμηματική φοίτηση σε «παραρτήματα» των πανεπιστημίων αυτών στην Ελλάδα. Για το θέμα αυτό εκκρεμεί προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη δημόσια και το εύρος της είναι μικρό. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει το επιτυχημένο μοντέλο των βορείων χωρών, όπου τα πανεπιστήμια, π.χ. στη Δανία και τη Φιλανδία, είναι μόνο κρατικά, χωρίς βεβαίως να απαγορεύεται η ίδρυση ιδιωτικών. Οι προτεινόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών ιδρυμάτων, εστιάζονται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πανεπιστημίων μέσω της εδραίωσης της αριστείας στην έρευνα και τη διδασκαλία, το άνοιγμα των πανεπιστημίων στην κοινωνία, την ενίσχυση της ελκυστικότητάς τους σε διεθνές επίπεδο, τη βελτίωση της διακυβέρνησής τους μέσω περισσότερης αυτονομίας, την αύξηση των δαπανών (από 1,1 σε 2% του ΑΕΠ), τη διαφοροποίηση - μέσω και ιδιωτικών πόρων - της χρηματοδότησής τους, τη σύνδεσή τους με την αγορά και την βιομηχανία και τη θέσπιση κοινών κριτηρίων αξιολόγησης. Εφόσον η χώρα μας επιθυμεί να συμπορευτεί με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, καθίσταται εμφανές ότι η ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μη συνοδεύεται με την πρόταξη μίας συνολικής αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης γενικότερα. Κανένα ενδιαφέρον και καμία σημαντική συζήτηση δεν διεξάγεται σήμερα στην Ευρώπη σχετικά με τη σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σαφώς η θεσμοθέτηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς την ταυτόχρονη αναβάθμιση του status των δημόσιων πανεπιστημίων, θα είναι ελλιπής και ατελέσφορη νομοθετική πράξη και ασφαλώς δεν θα αποτελεί μεταρρύθμιση. Το βαθύ αδιέξοδο της παιδείας μας δεν πρόκειται να λυθεί ούτε μέσω της παράλληλης λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων ούτε βεβαίως με την απαγόρευση ίδρυσης τους. Το Δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ανάγκη ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού του και της δυνατότητας χρήσης της ιδιωτικής χρηματοδότησης μέσω για παράδειγμα χορηγιών. Απαιτείται οικονομική, διοικητική και ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, να εξασφαλισθεί η διαρκής του εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση με κοινά ευρωπαϊκά κριτήρια, ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, διασύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά, επίτευξη διεθνών συνεργασιών, γενναία χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να επιτευχθούν χωρίς να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ο δωρεάν χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και οι προτάσεις που κατέθεσε ο Γ. Παπανδρέου έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Ανάλογοι πρέπει να είναι και οι στόχοι για τα μη κρατικά πανεπιστήμια με τη διαφορά ότι θα πρέπει να αποκλειστεί η δημόσια χρηματοδότησή τους. Στην Ιταλία, π.χ. λειτουργούν 80 δημόσια και 8 ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα 4 δε από τα 8 ανήκουν στην καθολική εκκλησία, και τα 8 επιδοτούνται από το κράτος. Εφόσον με την αναθεώρηση του άρθρου 16 επιτραπεί η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξαιρεθεί η δημόσια χρηματοδότησή τους, και να προβλεφθούν αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης από ανεξάρτητο φορέα εποπτευόμενο από το κράτος. Επιπροσθέτως, οι προϋποθέσεις για την αδειοδότηση τους θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και οικονομική διαφάνεια. Η λειτουργία των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν πρέπει να λειτουργήσει ως πρώτο βήμα για την αναγνώριση όλων των υπαρχόντων κερδοσκοπικών κολλεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας χωρίς να έχουν τα ακαδημαϊκά εχέγγυα. Στόχος είναι να αποκτήσουμε μη κρατικά πανεπιστήμια και όχι εταιρείες πώλησης ακαδημαϊκών τίτλων. Πέραν αυτών, το σημαντικότερο όλων είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο να παραμείνει στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων, καθώς μόνο αυτό μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη της παιδείας και τη μόρφωση των νέων, ανεξάρτητα από την οικονομική επιφάνεια του καθενός. Αν μη τι άλλο, μόνο η δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση εξασφαλίζει ισότητα ευκαιριών για όλους. Η νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, με ευθύνη της κυβέρνησης, είναι κατά γενική ομολογία φτωχή σε πρωτοβουλίες με εξαίρεση στα επιλήψιμα θέματα των δασών και των μη-κρατικών πανεπιστημίων. Αναμφισβήτητα, η ρητή συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ανώτατων σχολών από ιδιώτες και η παράλληλη λειτουργία στη χώρα μας - με την ανοχή του κράτους βάσει νομοθετικού διατάγματος του 1935- των Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών (Ε.Ε.Σ), τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται ιδιωτικά πανεπιστήμια, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση ανεξέλεγκτη και προβληματική. Η κατάσταση αυτή αφορά στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται από τα ιδρύματα αυτά, στο επαγγελματικό μέλλον των αποφοίτων τους, οι οποίοι κατέχουν έναν τίτλο χωρίς καμία αναγνώριση από το ελληνικό κράτος, αλλά και στην ίδια τη χώρα μας, κατά της οποίας εκκρεμεί προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) για μη σωστή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Ασφαλώς η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να οργανώνει όπως αυτή θεωρεί σκόπιμο την ανώτατη εκπαίδευση δεδομένου ότι η παιδεία εμπίπτει καταρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 16 παράγ. 8 δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από πλευράς Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Ελλάδα μπορεί ελεύθερα να συνεχίσει να μην αναγνωρίζει τα διπλώματα που παρέχονται από τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών. Ωστόσο παρουσιάζεται σύγκρουση με το κοινοτικό δίκαιο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ισχυρισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έχει προσφύγει κατά της χώρας μας στο ΔΕΚ, όσον αφορά τα διπλώματα που παρέχονται από αλλοδαπά πανεπιστήμια κοινοτικής χώρας σε Έλληνες πολίτες, οι οποίοι πραγματοποίησαν αρχικά μέρος των σπουδών τους στην Ελλάδα σε συνεργαζόμενο ΕΕΣ (βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης) και στη συνέχεια πήγαν στο εξωτερικό για την ολοκλήρωσή των σπουδών τους στα πανεπιστήμια αυτά. Πάντως το πρόβλημα της αναγνώρισης της ιδιωτικής εκπαίδευσης δεν μπορούμε να το δούμε μόνον υπό το πρίσμα της κοινοτικής νομοθεσίας. Είναι καιρός να υπάρξει μία μελετημένη παρέμβαση έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σωστό πλαίσιο ρύθμισης της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος δρομολογεί τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ. Επιβάλλεται όμως να υπάρχει σαφής κατοχύρωση σωστών κανόνων λειτουργίας αυτών των πανεπιστημίων, προβλέποντας ακαδημαϊκές εγγυήσεις καθώς και εγγυήσεις αξιοκρατίας και ισοτιμίας στην πρόσβαση αποκλείοντας λογικές κερδοφορίας και υπέρογκων διδάκτρων. Μπορούμε να παραδειγματιστούμε από την πρακτική άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, όπου η μη κρατική ανώτατη εκπαίδευση λειτουργεί υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους ως προς τη διάρκεια των σπουδών, την ποιότητα των προγραμμάτων, τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού, την επάρκεια των υλικών υποδομών καθώς και τη προέλευση και χρήση των πόρων. Πέραν όμως τούτου, η σωστή εκπαιδευτική πολιτική προϋποθέτει και επιβάλλει η ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση να λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς την κρατική. Σε ολόκληρη την Ευρώπη η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από κρατικά πανεπιστήμια, ενώ η ανάπτυξη ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν απείλησε ούτε απαξίωσε τη δημόσια παιδεία. Άλλωστε η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου απουσιάζει η ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Υπάρχει το επιτυχημένο μοντέλο των βορείων χωρών όπου τα πανεπιστήμια, κυρίως στη Δανία και τη Φιλανδία, είναι μόνο κρατικά. Αναμφίβολα η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πανάκεια στην κρίση της ανώτατης εκπαίδευσης ούτε άλλοθι για να μην ενισχυθούν τα υπάρχοντα δημόσια ιδρύματα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να παραμείνει ο βασικός πυλώνας για την εκπαίδευση των νέων της χώρας μας με γνώμονα τη διατήρηση του δημόσιου συμφέροντος και της δωρεάν παιδείας. Η λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, χωρίς την παράλληλη ενίσχυση των δημοσίων πανεπιστημίων προκειμένου να αποκτήσουν υποδομές και να βελτιωθεί η ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης και εκπαίδευσης, θα είναι πράξη αναποτελεσματική αν όχι επικίνδυνη. Πρωταρχικός μας στόχος είναι να ξαναβρεί επιτέλους το ελληνικό πανεπιστήμιο τη χαμένη του αίγλη, να αποκτήσει δυναμική παρουσία στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και να γίνει ανταγωνιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο.